Άραζα στο πάρκο, στο παγκάκι ανάμεσα στισ τριανταφυλλιέσ και
περίμενα τον Νώντα… Ξαφνικά φωνέσ. Μια παρέα συζητάει έντονα. Ναι…όχι…ίσωσ…Κοιτάζω γύρω, τρία παγκάκια πιο πέρα,
πέντε αγόρια κουβεντιάζουν με πάθοσ κάνοντασ χειρονομίεσ και που και που
βρίζοντασ.
Δε μπορώ τισ φωνέσ...
Ξεκινάω για το σπίτι του Νώντα.Στο δρόμο κάποιοι προσπερνάνε βιαστικά, άλλοι μιλάνε στο τηλέφωνο, κάποιοι λίγοι μου ρίχνουν ένα φευγαλαίο βλέμμα και μου γελάνε. Πλησιάζω έναν ανοιχτό κάδο. Δύο παιδιά με τα κεφάλια τουσ μέσα, ψάχνουν ότι βρουν για να γεμίσουν το μισοσπασμένο καρότσι τουσ. Ένας αντρασ, αφού τουσ παρακολουθεί για λίγο από το μπαλκόνι του, φωνάζει με αηδία "Τι είναι αυτά ρε; Να ψάξετε σε άλλουσ κάδουσ, όχι μπροστά στο σπίτι μου".
Δε μπορώ τισ φωνέσ...
Φτάνω στο σπίτι του Νώντα... Σκαρφαλώνω και ψάχνω απ'το παράθυρο μήπωσ τον βρω πουθενά. Δύο ηλικιωμένοι καθισμένοι μπροστά σ'ένα κουτί. Φωνάζει το κουτί, φωνάζουν και οι ηλικιωμένοι.
Ναι...όχι...ίσωσ...
Δε μπορώ τισ φωνέσ...
"Κατέβα από κει βρωμόγατο! Δεν καταλαβαίνεισ; Φύγε! Ουστ!", μου φωνάζει μια γυναίκα απ΄το δρόμο.
Δε μπορώ τισ φωνέσ...
Εσείσ ρε δεν είστε που λέτε πως θέλετε ειρήνη;
Γιατί φωνάζετε αφού ζητάτε ηρεμία;
Γιατί βρίζετε αφού ζητάτε αξιοπρέπεια;
Γιατί προσβάλετε αφού ζητάτε σεβασμό;
Ρίχνω ένα τελευταίο βλέμμα απ'το παράθυρο. Δίπλα απ'την ηλικιωμένη κυρία, μπροστά απ'το κουτί, ο Νώντασ απλωμένοσ κοιμάται σ'ένα μαξιλάρι.
Γιατί ρε Νώντα; Κι εσύ ξεχάστηκεσ;
Σήμερα δεν ήταν που έλεγεσ θα αλλάζαμε τον κόσμο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου